σογιέλαιο

σογιέλαιο
το, Ν
χημ. φυτικό έλαιο που λαμβάνεται με έκθλιψη ή εκχύλιση τών σπερμάτων τής σόγιας, τα οποία τό περιέχουν σε μεγάλη αναλογία, και χρησιμοποιείται ύστερα από εξευγενισμό ως εδώδιμο είτε αυτούσιο είτε σε ανάμιξη με ελαιόλαδο είτε υπό τη μορφή μαργαρίνης και μαγειρικών λιπών, καθώς και σε πολλές άλλες βιομηχανικές εφαρμογές, όπως λ.χ. για την απόληψη λεκιθίνης, για την παραγωγή απολυμαντικών χρωμάτων, σαπουνιών, κεριών κ.ά. προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σόγια + έλαιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπορέλαιο — το, Ν (τροφ. χημ.) γενική ονομασία για όλα τα λιπαρά έλαια φυτικής προέλευσης που λαμβάνονται με σύνθλιψη ή εκχύλιση διαφόρων ελαιούχων σπερμάτων και χρησιμοποιούνται κυρίως στη διατροφή τού ανθρώπου αλλά και για την παρασκευή ελαιοχρωμάτων και… …   Dictionary of Greek

  • σόγια — (σόγια η αδρότριχη = γλυκίνη η αδρότριχη). Φυτό της οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τις ανατολικές περιοχές της Ασίας· καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στην Κίνα, Ιαπωνία, Μαντζουρία, Βιετνάμ και καλλιεργείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”